παρακελευσις

παρακελευσις
    παρακέλευσις
    παρα-κέλευσις
    -εως ἥ побуждение, увещевание или призыв
    

(π. καὴ βοή Thuc.; αἱ παρακελεύσεις καὴ ἀπειλαί Plat.; πληγῇ καὴ παρακελεύσει χρῇσθαι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παρακελευσις" в других словарях:

  • παρακέλευσις — cheering on fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακέλευσις — εύσεως, ή Α [παρακελεύομαι] 1. προτροπή, ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, παρακίνηση 2. παραίνεση, συμβουλή 3. φατριαστική συνεννόηση, συνδυασμός για εκλογές («ἐκ παρακελεύσεως ἤ καὶ δεκασμοῡ ἀποδεικνύωνται», Δίων Κάσσ) …   Dictionary of Greek

  • παρακελεύσει — παρακέλευσις cheering on fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρακελεύσεϊ , παρακέλευσις cheering on fem dat sg (epic) παρακέλευσις cheering on fem dat sg (attic ionic) παρακελεύομαι recommend fut ind mp 2nd sg παρακελεύομαι recommend aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελεύσεις — παρακέλευσις cheering on fem nom/voc pl (attic epic) παρακέλευσις cheering on fem nom/acc pl (attic) παρακελεύομαι recommend aor subj act 2nd sg (epic) παρακελεύομαι recommend fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελεύσεσι — παρακέλευσις cheering on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακέλευσιν — παρακέλευσις cheering on fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευσμός — ὁ, Α [παρακελεύομαι] παρακέλευσις*, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՏՀՐԱՄԱՆ — (ոյ.) NBH 2 0214 Chronological Sequence: 6c, 13c, 14c գ. Բառ անպէտ. որպէս յն. παρακέλευσις adhortatio, jussio. որպէս թէ՝ Առ հրաման, կամ տարհրամայելն. իմա՛ Յորդորումն (իբր մատամբ, կամ առ ʼի մօտ մատչել.) *Մակբայ մատհրամանոյն. աղէ՛, թո՛ղ, ա՛ծ, ե՛կ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • παρακελεύσεων — παρακελεύσεω̆ν , παρακέλευσις cheering on fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελεύσεως — παρακελεύσεω̆ς , παρακέλευσις cheering on fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»